Όσο κι αν προσπαθήσω να περιγράψω τα συναισθήματά μου με αυτό το άρθρο, ξέρω πως δεν θα τα καταφέρω. Γιατί μερικά πράγματα αν δεν τα έχεις ζήσει, δύσκολα αντιλαμβάνεσαι το βάθος τους. Όπως κι εγώ ποτέ δεν θα καταλάβω μαμάδες που περνάνε άλλα, έτσι ξέρω πως κάθε μαμά που γέννησε και πήρε αμέσως αγκαλιά το μωρό της, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι θα πει, να βλέπεις το μωρό σου για 56 μέρες μέσα από ένα τζάμι.
Θα πω τα πράγματα γρήγορα, όχι όπως έγιναν, αλλά όπως προσπαθώ να τα θυμάμαι. Γρήγορα, περιληπτικά και χωρίς πολύ συναίσθημα. Γιατί αν κλείσω τα μάτια μου και τα θυμηθώ στην αληθινή τους έκταση, θα πέσω πάλι σε αυτό τον μαύρο βυθό που με είχε καταπιεί για 56 ολόκληρες μέρες.
Στις 18 Δεκεμβρίου πέρσι, παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο με τον Τάσο. Εμείς οι γονείς μας και 10 κολλητοί μας. Μεσημέρι. Φάγαμε, ήπιαμε, εγώ με την κοιλιά τούρλα, στον 7ο μήνα πια, απολάμβανα την απόλυτη ευτυχία. Ένα μωρό στην κοιλιά μου κολυμπούσε σαν ψαράκι και με τον άντρα μου είχαμε κοντά μας τους ανθρώπους που αγαπάμε περισσότερο σε αυτή τη ζωή. Το σαββατοκύριακο είχα κλείσει να πάμε σε ένα ξενοδοχείο στο Κολωνάκι, με θέα την Ακρόπολη να γιορτάσουμε οι 2 μας τον γάμο μας. Εκείνος δεν ήθελε με τίποτα. «Θα είμαστε μακριά από το Ιασώ» έλεγε και οι φίλοι του τον κορόιδευαν ως σούπερ υποχόνδριο. Το βράδυ του Σαββάτου στις 4 τα ξημερώματα σηκώθηκα από το κρεβάτι με απίστευτη αιμορραγία. Είχε κάτι σαν προαίσθημα. Ψύχραιμος μάζεψε τα πάντα και σε 2 λεπτά ήμασταν ήδη στο αυτοκίνητο. Το Κολωνάκι μποτιλιαρισμένο όπως κάθε Σάββατο βράδυ. Μα τι προαίσθημα ήταν αυτό. Οι δυο μας κολλημένοι στην κίνηση. Αμίλητοι.
Φτάσαμε στο Ιασώ και ένα 5ημερο ακινησίας είχε μόλις ξεκινήσει. Οροί που καταστέλλουν τις συσπάσεις, υπέρηχοι κάθε τρεις και λίγο, οι φίλες μου να μου χτενίζουν τα μαλλιά μου που είχαν γίνει τζίβα από την ακινησία (εννοείται χωρίς μπάνιο), μαίες να με περιποιούνται, ειδικές κρέμες για τους αγκώνες που είχαν ματώσει από την επαφή με τα σεντόνια και εγώ να κλαίω νομίζοντας ότι θα μείνω ακίνητη 2 μήνες μέχρι να γεννήσω. Αυτό νόμιζα πως ήταν το χειρότερο σενάριο.
Παραμονή Χριστουγέννων κάναμε στο δωμάτιο. Εγώ ο Τάσος, οι γονείς μου και ο θείος μου ο Χρήστος. Η διάγνωση έλεγε μερική αποκόλληση πλακούντα (νομίζω 2.6 εκατοστά και η γιατρός μου ήταν κάθετη: «Ούτε την πλάτη σου από το κρεβάτι δεν θα σηκώνεις»). Ο Τάσος έτρωγε τηγανιτές πατάτες, το αγαπημένο μου φαγητό. «Έλα πάρε» μου έλεγε κι εγώ ούτε που να τις δω μπροστά μου. Πρώτη φορά στα 32 μου χρόνια.. Μου έβαλαν το μηχάνημα που μετράει τις συσπάσεις και για πρώτη φορά ο μπέμπης τα πήγαινε τόσο καλά που μας είπαν πως σήμερα θα κοιμόμασταν επιτέλους ήσυχοι. Ο κίνδυνος είχε ξεπεραστεί και ίσως μεθαύριο πήγαινα σπίτι μου να συνεχίσω εκεί την ακινησία.
Μία τα ξημερώματα, ανήμερα Χριστουγέννων, ένιωσα αιμορραγία. Λέω αποκλείεται, κοιμήσου και σταμάτα να σκέφτεσαι πάντα το κακό. Έκλεισα τα μάτια μου, αλλά κατάλαβα πως δεν ήταν ιδέα μου. Άνοιξα το φως και το κρεβάτι είχε γίνει κόκκινο.
Μη με ρωτήστε πολλά για το τι έγινε από εκεί και πέρα. Άλλαξα 3-4 φορεία, ήρθαν σε λίγα λεπτά γιατροί και όλο το προσωπικό του Ιασώ, ο Τάσος, οι γονείς μου, οι φίλοι μας. Εγώ σε κατάσταση σοκ, με ένα σώμα παγωμένο σαν ξύλο από τον φόβο, πληροφορήθηκα μέσα στη ζάλη μου, πως «θα μου πάρουν το μωρό». Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι εννοούσαν.
Βρέθηκα στο χειρουργείο, να υπογράφω αιτήσεις για βλαστοκύτταρα, να μου ξεβάφουν τα νύχια και να με ρωτάνε αν έχω φάει για βράδυ. Όχι, δεν είχα φάει πατάτες και μπορούσα να κάνω ολική νάρκωση. Θυμάμαι το βλέμμα της γιατρού μου της Όλγας Μπίκου και το χέρι της μαίας μου της Ειρήνης. Θυμάμαι τη μάσκα να μπαίνει στο πρόσωπό μου και έναν θόρυβο. Ήταν η θερμοκοιτίδα μεταφοράς που μόλις είχε μπει στο χειρουργείο. Με αυτή την εικόνα κοιμήθηκα. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Οδυσσέας βρισκόταν από την κοιλιά μου στο νέο του «σπίτι». Ένα γυάλινο κουτί που θα γινόταν το κρεβατάκι του για τους επόμενους δύο μήνες.
Ξύπνησα και ακόμα ήμουν σε πανικό. «Ζει;» ρωτούσα τις μαίες που ήταν κοντά μου.
Οι πρώτες 5 ημέρες ήταν για εμένα συναισθηματικά όπως ίσως αισθάνονται οι άνθρωποι μετά από ένα μεγάλο τρακάρισμα. Δεν θυμάμαι αν ζούσα, αν ανέπνεα, τι έλεγα και πόσο πολύ έκλαιγα.
Θυμάμαι ότι ήμουν απροετοίμαστη για κάτι τόσο μεγάλο. Δύο γονείς χωρίς παιδί, δυο νέοι άνθρωποι που μέχρι χτες χαμογελούσαν, ζούσαν πλέον στο άγχος και την αβεβαιότητα. Τι είναι η πτώση οξυγόνου; Τι ακριβώς μετράει το monitor που είναι μονίμως συνδεδεμένο στο ποδαράκι του και γιατί χτυπάει σαν παλαβό; Γιατί κάνουν μετάγγιση σε ένα μωρό 1650 γραμμαριών; Γιατί δεν μπορώ να του ακουμπήσω ούτε καν τη γάμπα του για ένα δευτερόλεπτο; Γιατί δεν μου το δίνετε να το πάρω αγκαλιά; Πότε θα βγούμε από εδώ μέσα; Και αν βγούμε, θα γίνουμε ποτέ φυσιολογικοί γονείς;
56 ατελείωτες μέρες. Με δάκρυα. Δάκρυα αγωνίας και δάκρυα χαράς κάθε φορά που ο μπέμπης έπαιρνε 10 γραμμάρια. Νέες φιλίες αναπτύχθηκαν με θέα τα μωράκια της βιτρίνας και μια νέα οικογένεια, αυτή της Μονάδας Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών του Ιασώ προστέθηκε στη δική μας.
56 ατελείωτες μέρες. Με αγωνίες και άγχη που καμιά μαμά στον κόσμο δεν αξίζει να ζήσει. Με βράδια χωρίς ύπνο, με τηλεφωνήματα στις φίλες μου που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από το κλάμα, με δώρα που μας έφερναν και έκρυβα στο υπόγειο για να μην τα βλέπω, με μια άδεια κούνια στο σπίτι, που κρατούσα χωρίς σεντόνια για να μην έχω ψεύτικες ελπίδες.
56 ατελείωτες μέρες. Που με τον Τάσο μας έφεραν πιο κοντά και μας έκαναν ένα. Με τους γονείς μας να κάνουν τους κλόουν και τους αδιάφορους για να μας ηρεμούν. Με φίλους που μας στάθηκαν σαν οικογένεια.
56 ατελείωτες μέρες. Που πέρασαν και να μην ξαναέρθουν. Για κανένα μωρό και κανέναν γονιό. Που σε κάνουν πιο δυνατό και σου θυμίζουν πως τίποτα μα τίποτα δεν αξίζει στη ζωή, παρά η ίδια η ζωή.
Οι μέρες στη ΜΕΝΝ του Ιασώ ήταν για εμένα ένα μάθημα. Ένα μάθημα για να γίνω καλύτερος άνθρωπος, καλύτερη μαμά και ναι, ποτέ δεν θα γίνω φυσιολογική μαμά. Πότε δεν θα είμαι στον κόσμο μου και ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Κάθε βράδυ θα σκέφτομαι την άδεια κούνια και θα παρακαλάω να είναι καλά τα μωρά όλου του κόσμου.
Και αν έπρεπε να δώσω μια ευχή στο παιδί μου, αυτή θα ήταν να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να αποδείξει πόσο δυνατός είναι.
Γιατί τα πρόωρα μωρά είναι μοναδικοί μαχητές και μόνο οι γονείς τους ξέρουν από πρώτο χέρι τη μάχη έδωσαν αυτά τα πλάσματα του ενός και των δύο κιλών για να γίνουν στην πορεία κανονικά, υγιή παιδάκια που παίζουν και χαμογελούν όπως όλα τα άλλα.
Γράφει η Μυρτώ Κάζη (ή αλλιώς η μαμά του Οδυσσέα)